Σελίδες

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Η Ιστορία του Bertrand Α' Μέρος


Παλεύοντας με τα κύματα, ο Bertrand πιάστηκε από μία σανίδα, ελπίζοντας να τον σώσει ο Θεός ή τέλος πάντων κάτι υπερφυσικό, γιατί η καταιγίδα μαίνονταν και πραγματικά πίστευε ότι δε θα έβγαινε ζωντανος, όπως και όλοι οι άλλοι που ήταν στο πλοίο μαζί του. Κάποια στιγμή μετά από ώρες μάλλον, λιποθύμησε από το κρύο και την κούραση.
Νοιώθοντας ότι ανακτούσε κάπως τις αισθήσεις του, αναρωτιόταν αν αφού πεθάνεις συνεχίζεις να πονάς, να αισθάνεσαι και να πεινάς γιατί κάπως έτσι ένοιωθε και εκείνος. Ανοίγοντας τα μάτια του, αισθάνθηκε κάτι παράξενο. Ανασηκώθηκε λοιπόν γρήγορα, όσο μπορούσε φυσικά και όντως τον παρακολουθούσε ένας άντρας με γένια που έμοιαζε πολύ με τον Γκάους από τις προτομές που είχε στα διάφορα πανεπιστήμια που είχε επισκεφθεί και χωρίς να ξέρει τι να κάνει, σήκωσε το χέρι του με ανοιχτή την παλάμη προς το μέρος του ξένου. Αυτός αντί να χαιρετήσει, ζωγράφισε κάτω στην άμμο, με ένα μακρύ μπαστούνι που έκρυβε κάτω από το μανδύα που φορούσε, σαν τον Αρχιμήδη, έναν κύκλο. Ο Bertrand κοίταζε μία τον παράξενο αυτόν άνθρωπο και μία τον κύκλο που σχεδίασε, μη μπορώντας να καταλάβει πού ήθελε να το πάει. Ρώτησε λοιπόν: « Υπάρχει καθόλου νερό ή φαγητό σε αυτό το νησί;». Ο άντρας σήκωσε το ένα του φρύδι και σχεδίασε ένα εγγεγραμμένο πεντάγωνο στον κύκλο. Ο Bertrand ήξερε τη συνέχεια: « Πυθαγόρειοι!» αναφώνησε, αλλά ο άντρας δεν έδειξε να αντιδράει. Διάλεξε λοιπόν ένα ξυλαράκι από την παραλία και σχεδίασε έναν «πεντάλφα» μέσα στο πεντάγωνο. Ο άντρας χαμογέλασε και του έγνεψε να τον ακολουθήσει. «Ό,τι και να γίνεται εδώ,» σκέφτηκε ο Bertrand, «είναι όντως παράξενο. Αλλά τι περιμένεις, αφού είναι  μπλεγμένο και το πεντάγωνο του Πυθαγόρα μέσα;». Μετά από περπάτημα μισής ώρας, ήταν εξουθενωμένος και παραπατούσε δεξιά και αριστερά, πέφτοντας. Ο άγνωστος με τη γενειάδα, γύρισε και του έδειξε κάτι άλλο, γραμμένο σε έναν τοίχο από γρανίτη. Στην αρχή, πίστεψε ότι ήταν ένα μήνυμα κάποιας μορφής, ωστόσο, είχε απλά μερικά σχήματα, στα οποία ήταν φανερό ότι είχαν δημιουργηθεί με την αναλογία της χρυσής τομής φ, που υπήρχε τώρα που το σκεφτόταν και σχήμα που είχαν κατασκευάσει από κοινού στην παραλία. Κάποια από αυτά, έμοιαζαν με ζώα, άλλα με φυτά ενώ άλλα ήταν τελείως «μαθηματικά» σχήματα, συμμετρικά που δύσκολα θα συναντούσε κάποιος στη φύση. Ένοιωσε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει πια και για αυτό, πλησίασε τον άντρα, τον ακούμπησε στο μανίκι του και μόλις γύρισε, έφερε αργά τα χέρια του στο στόμα του, σα να έπινε  αέρα. Είχε πεθάνει από τη δίψα. Ο άγνωστος μόρφασε για κάποιον λόγο και πάλι έγνεψε να τον ακολουθήσει. Μπήκαν σε μία σπηλιά στην οποία από ότι φαινόταν έμενε αυτός ο άνθρωπος. Έδειξε με έναν αυταρχικό τρόπο σε έναν βράχο, ο οποίος είχε μία βαθιά τρύπα στο κέντρο του, σαν μία μεγάλη κούπα. Ο Bertrand πήρε μία κουτάλα που μάλλον χρησίμευε για να πίνει κάποιος νερό από εκεί μέσα και την άδειασε και τη γέμισε πολλές φορές μέχρι να σηκώσει το κεφάλι του και να δει πιο προσεκτικά τι υπήρχε γύρω του. Ο γενειοφόρος άγνωστος, καθόταν  πάνω σε μία μεγάλη στοίβα από βιβλία. « Τι στο καλό!» Αναφώνησε και ο άντρας ανάβλεψε. « Μίλα μου!» του πρόσταξε ο Bertrand κουνώντας του το δάκτυλο αυταρχικά «Sprich zu mir!, Parle-moi!, Parla con me! Говори со мной! Spreek tot mij! Τί γλώσσα μιλάς;» Απηύδησε και κάθισε στο πάτωμα καταπονημένος από όλα όσα πέρασε την προηγούμενη νύχτα. Ο άντρας γέλασε και σηκώθηκε. Πήρε μία μικρή πέτρα κόκκινη που έμοιαζε με κεραμύδι και έγραψε κάτι στο τοίχωμα της σπηλιάς. Ο Bertrand σήκωσε το κεφάλι του και παρατήρησε τον ‘οικοδεσπότη’ του, να γράφει πάνω στους τοίχους του σπιτιού του. Μόλις έφυγε από μπροστά, ο Bertrand είδε μία ακτίνα φωτός: ο άντρας χρησιμοποιούσε αριθμούς! Σηκώθηκε αργά και πήγε να δει τί είχε γράψει: «3, 5, 7, 11, 13, 17, 19». «Θα σου προσθέσω λίγους ακόμα πρώτους» περισσότερο μονολόγησε παρά απευθύνθηκε στον άγνωστο δίπλα του, ο οποίος απλά περίμενε να δει πως θα συνεχίσει ο ξένος, για εκείνον, την ακολουθία που είχε δημιουργήσει. Ο Bertrand πρόσθεσε: «23, 29, 31, 37, 41, 43, 47, 123456789» τον τελευταίο τον πρόσθεσε κρύβοντας ένα γελάκι. Ο άντρας με τη σειρά του κοίταξε με ήρεμο βλέμμα τους αριθμούς που είχε γράψει ο επισκέπτης του και μόλις έφτασε στον τελευταίο, κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά και πρόσθεσε τη μονάδα στο τελευταίο ψηφίο, κάνοντας τον αριθμό 1234567891. «Μάλιστα» μονολόγησε και πάλι ο Bertrand. Κοιτώντας κάτω, βρήκε ένα άλλο κομμάτι από το κεραμίδι που χρησιμοποίησε και πριν και σχημάτισε ένα ορθογώνιο τρίγωνο, γράφοντας το Πυθαγόρειο θεώρημα, δείχνοντας με βελάκια τα πέρατα των ευθυγράμμων τμημάτων που όριζε για να διευκολύνει τον συνάδελφό του πια. Ο δεύτερος, κοίταξε σκεφτικός τη σχέση και μετά από λίγο, έβαλε σε κύκλο τις δυνάμεις των αριθμών και τα έδειχνε με ύφος σα να περίμενε εξηγήσεις. Ο Bertrand του έγραψε σε μία ‘άκρη’ του τοίχου: «α2 = α•α». Ο γενειοφόρος κάτοικος της σπηλιάς δυσανασχέτησε με αυτό που είδε γραμμένο. Έκανε συνεχώς να το σβήσει, αλλά τελευταία στιγμή το σκεφτόταν. Βλέποντάς σε αυτή την κατάσταση, ο Bertrand αποφάσισε να μάθει, αν αυτός ο άνθρωπος, ήξερε βασική αριθμητική. Έτσι του έγραψε: «1+1=» και πήγε κάθισε σε μία μικρή πετρούλα. Αναρωτιόταν αν θα φάνε ποτέ τίποτα. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του και ο άντρας, χτύπησε ήδη την πέτρα στο τοίχωμα, δείχνοντας ότι τελείωσε. Είχε γράψει: «1+1 = 2» Αφού χειροκρότησε για την ανέλπιστη τύχη του να συναντήσει άνθρωπο που ήξερε να κάνει τις βασικές πράξεις, του έγραψε: «1524556554+28535873+4545354+3543854384+3545435». 
«Μπορώ τώρα», είπε « να πάω να βρω κάτι να φάω». Ωστόσο, πριν προλάβει να κάνει δυο βήματα, ο άντρας είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει την απάντηση, ενώ πριν ολοκληρώσει και το πέμπτο βήμα του, ο δεύτερος ξαναχτύπησε την πέτρα στο τοίχωμα της σπηλιάς του. Ο Bertrand γύρισε και είδε τον αριθμό: «5105037600». «Τώρα μόλις απέκτησε ενδιαφέρον» ψιθύρισε  Πλησίασε τον ‘πίνακά’ τους και έγραψε «1-1 = ». Αντί να απομακρυνθεί, κάθισε και περίμενε να δει πως θα εξελιχθεί αυτή η παράλογη συζήτηση. Ο γενειοφόρος συνομιλητής του, κοίταξε παράξενα την έκφραση και την έδειξε, περιμένοντας πάλι εξηγήσεις. Ο Bertrand πήρε μία βαθιά ανάσα και κοίταξε προς τα κάτω. Δεν περίμενε από άνθρωπο που έκανε τόσο γρήγορα πράξεις, να μη μπορεί να λύσει αυτή την απλή παράσταση! Προχώρησε μπροστά και τη συμπλήρωσε: «1-1=0», «Πάλι καλά που δεν ανέφερα τους αρνητικούς!» μίλησε πάλι μόνος του ο ναυαγός. Ωστόσο, πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, ο άγνωστος, τράβηξε μία γραμμή, διαγράφοντας την παράσταση που είχε γράψει. Ο Bertrand άρχισε να νευριάζει. Τι πρόβλημα έχει αυτός ο άνθρωπος!; Ξύνοντας το κεφάλι του, έκανε ακόμα μία ύστατη προσπάθεια: « 1•0 = ». Από ότι φάνηκε, ήταν η σειρά του συνομιλητή του να νευριάσει. Τράβηξε αρκετές γραμμές, διαγράφοντας την παράσταση του φιλοξενούμενού του. Ο Bertrand άρχισε να φωνάζει δείχνοντας προς την έξοδο, το στόμα και το στομάχι του, και αφού κουράστηκε τόσο, που δε μπορούσε άλλο, έκανε ένα μεγάλο μηδενικό στον τοίχο και ξάπλωσε στο πάτωμα. Ο άντρας κούνησε πάλι το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, γύρισε, μπήκε σε μία σχισμή ενός βράχου και γύρισε με μερικά φρούτα. Πέταξε μερικά στον ξαπλωμένο ναυαγό και κράτησε για αυτόν, ένα μήλο. Το σήκωσε με το χέρι του, πιο ψηλά από το κεφάλι του, ώστε να του επιστήσει την προσοχή, ενώ αυτός είχε ήδη καταβροχθίσει μία μπανάνα. Έβαλε λοιπόν το μήλο να ακουμπά στο τοίχωμα της σπηλιάς και κάπου στο μέσον της προβολής του φρούτου πάνω στο τοίχωμα, έγραψε το εξής: « =x». «Σε λίγο θα αρχίσει να μου γράφει και θεωρήματα!» σκέφτηκε ο Bertrand. Συνεχίζοντας, ο άντρας, σχεδίασε μία κλειστή καμπύλη, έβαλε πάνω κάτι σαν δέντρα και δύο ανθρώπους, δείχνοντας το νησί στο οποίο βρίσκονταν εκείνοι, ενώ γύρω από το νησί, σχεδίασε μικρές καμπύλες, υποδηλώνοντας τα κύματα, με τα οποία πάλεψε το προηγούμενο βράδυ ο φιλοξενούμενός του και άρα τη θάλασσα. Τέλος, ζωγράφισε ένα ‘x’ πάνω σε έναν από τους ανθρώπους και ενώ περπάτησε γρήγορα προς την έξοδο της σπηλιάς, πήρε φόρα και πέταξε το μήλο στη θάλασσα. Πήγε μετά στη ζωγραφιά του, μουτζούρωσε το x που είχε φτιάξει πάνω σε ένα ανθρωπάκι και το ζωγράφισε μέσα στα κύματα, θυμίζοντας στο δύστυχο συνομιλητή του τις περιπέτειες της νύχτας που πέρασε. Έγραψε λοιπόν μέσα στο ‘νησάκι’ «1-1=0», ωστόσο, έγραψε μέσα στη θάλασσα: «1-1=1» και μάλλον εννοούσε όχι μόνο τη θάλασσα, αλλά όλο το υπόλοιπο σύστημα. Ο Bertrand κόμπιασε. Έπρεπε να εξηγήσει ολόκληρη τη θεωρία ομάδων σε αυτό τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν πεπεισμένος, για κάτι τόσο γενικό και εμπειρικό. « Έχει πρόβλημα με το μηδέν  παρατήρησε. Έτσι έγραψε τον προηγούμενο αριθμό σαν ανάπτυγμα μονάδων, δεκάδων κλπ: «0•1 + 0•10+6•100 +7•1000 + ...+ 5•1000000000». Ωστόσο, ο ανεκδιήγητος οικοδεσπότης του, έγραψε τον αριθμό σε ανάπτυγμα πρώτων: « 2•2•2•2•2•3•3•5•5•13•54541» και του έδωσε να καταλάβει, ότι το 0 ήταν μόνο, ένα σύμβολο για αυτόν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου